- κάμψεις
- κάμπτωkam̃p-asaor subj act 2nd sg (epic)κάμπτωkam̃p-asfut ind act 2nd sgκάμψιςbendingfem nom/voc pl (attic epic)κάμψιςbendingfem nom/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CERVIX — apud Papinium Statium, Theb. l. 2. v. 326. Cervixque recepteo Sanguine magna redit elatus est fortisque animus, qui non aliâ re frequentius Poetis aliisque Auctoribus, velut per paroemiam describitur, quam erectâ, magnâ, sublimi cervice. Claudian … Hofmann J. Lexicon universale
DIGITUS — an ex digerendo an ex Graeco δεικνύειν? Primore digito in erectum pollicem residente, Deos olim a Gentibus salutatos docet Appul. Metam. l; 4. Et admoventes oribus suis dexteram, primore digito in erectum pollicem residente: ut ipsam prorsus Deam … Hofmann J. Lexicon universale
απαγγελία — H τέχνη που διδάσκει στον ηθοποιό τον τρόπο ομιλίας, αφήγησης, ανάγνωσης κλπ. πάνω στη σκηνή. Λέγεται επίσης και τέχνη του λόγου. Διακρίνεται σε τραγική, δραματική και κωμική. Για σωστή α. πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα κάθε φορά… … Dictionary of Greek
γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… … Dictionary of Greek
θιγμοναστία — η (θιολ.) κίνηση ενός φυτικού οργάνου, π.χ. οι κάμψεις των ελίκων τού αμπελιού, ως απόκριση σε μηχανικό ερέθισμα που προέρχεται από την επαφή με στερεό αντικείμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γαλλ. thigmonastie < thigmo (πρβλ. θίγμα) +… … Dictionary of Greek
θιγμοτροπισμός — ο βιολ. τάση των οργάνων μερικών φυτών να αντιδρούν με κάμψεις ή περιελίξεις κατά την περίοδο τής αύξησης τους, όταν έλθουν σε μονόπλευρη επαφή με ένα στερεό αντικείμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thigmotropism < thigmo (πρβλ. θίγμα) … Dictionary of Greek
λυγισμός — ο (AM λυγισμός) [λυγίζω] λύγισμα, κάμψη, κλίση, στροφή («οἱ κῳμωδούμενοι ἐν φαύλαις ὀργήσεσι λυγισμοί», Ευστ.) νεοελλ. φυσ. φαινόμενο αστάθειας μορφής το οποίο εκδηλώνεται σε δομικά στοιχεία που καταπονούνται με θλίψη και κατά το οποίο ένα σώμα… … Dictionary of Greek
ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
Θεοδωρόπουλος, Άγγελος — (Αθήνα 1889 – 1965). Ζωγράφος και χαράκτης. Αποφοίτησε το 1912 από τη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου σπούδασε ζωγραφική με δασκάλους τον Γεώργιο Ιακωβίδη και τον Γεώργιο Ροϊλό και χαρακτική με τον Νικόλαο Φέρμπο. Παράλληλα, δημοσίευσε σε εφημερίδες και … Dictionary of Greek